Η παράδοση μας πληροφορεί ότι στα πιο παλιά χρόνια, από το Καρπάθικο Μοναστήρι της “Κυρά Παναγιάς”, στάλθηκε ένα εικόνισμα που απεικόνιζε την Κοίμηση της Θεοτόκου, να το αργυρώσουν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την επιστροφή, το ιστιοφόρο που μετέφερε το αργυρωμένο πλέον εικόνισμα, βρήκε μεγάλη τρικυμία στη Μικρασιατική ακτή του Κάβο Κριός, κατα την οποία το πλοίο ναυάγησε και βυθίστηκε. Φαίνεται ότι ο καιρός ήταν βορειοανατολικός (γρέο δραμουντάνα) ο οποίος έφερε το πλεούμενο πάνω στα κύματα εικόνισμα στην παράπλευρη της περιοχής των “Κορακισιών” (Παχειά Άμμος) Νισυριακή ακτή και σ’ ένα μικρό ορμίσκο, ο οποίος από τότε επικράτησε να λέγεται “της Παναγιάς το Λαγκαδάκι” για το ότι βρέθηκε στο μέρος αυτό το εικόνισμα της Παναγίας.
‘Οπως ο πληθυσμός του χωριού τύγχανε αγροτικός, μια γυναίκα, της οποίας το όνομα χάθηκε στο βάθος του χρόνου, πήγε με το παιδί της κατά σύμπτωση στη θαλάσσια αυτή περιοχή για να βάλει (λουμπουνάρια) στη θάλασσα να γλυκάνουν, όπως συνηθίζουν να κάνουν ακόμα οι χωρικοί, οπότε είδε να αστράφτει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας το εικόνισμα.
Οι ηθικές αρχές και οι πεποιθήσεις της έποχής δικαιολογούν το γεγονός, οτι η γυναίκα ξαφνιάστηκε και τρόμαξε στη θέα του εικονίσματος, το οποίο προσπάθησε με προσοχή και το έπιασε και αφού με ευλάβεια το προσκύνησε, μονολογώντας από συγκίνηση – όπως θα έκανε κάθε χριστιανή στη θέση της – το έβαλε στο ανίεμά της κι ετοιμάσθηκε να φύγει.
Ανεβαίνοντας κατόπιν από τα Κορακίσια τις πλαγιές του “Αφίωνα” με το ανήλικο παιδί της, λόγω της ζέστης του καλοκαιριού, κάθησε να ξεκουραστεί στη σκιά, κάπου εκεί που βρίσκεται σήμερα η πηγή. Εξαντλημένη και κατάκοπη όπως ήταν, την “άρπαξε” για λίγο ο ύπνος, ενώ το μικρό παιδί της έκλαιγε και ζητούσε νερό. Και όπως πουθενά στον τόπο δεν υπήρχε ολυτε στέρνα ούτε νερό, προσπαθούσε στην αμηχανία της η μάνα να δαμάσει την δίψα του παιδιού της με τα γνωστά παρήγορα λόγια.
Ενώ λαγοκοιμόταν στη σκιά, βλέπει μεταξύ ονείρου και οπτασίας, μια γυναίκα άγνωστη να την πλησιάζει και να της λέει συμβουλευτικά: “Πήγαινε κόρη μου, εκειδά πούναι οι πέτρες σωρός, τράβηξε και βγάλε μερικές και θα βρεις νερό να δώσεις στο παιδί”!
Μεταγύρισε και αποκαμωμένη από την κούραση, την ξαναπήρε ο ύπνος χωρίς να το αντιληφθεί, οπότε το είδος ονείρου ή φαντασίας επαναλαμβάνεται και πάλι, περισσότερο παραστατικά αυτή τη φορά, καθώς η άγνωστη μαυροφορεμένη ξαναπαρουσιάστηκε να της λέει τώρα πιο επιτακτικά: “Γιατί κοιμάσε και δεν πας να κάμεις αυτό που σου είπα; Πήγαινε να βγάλεις τις πέτρες και να πιάσεις νερό, να δώσεις στο παιδί!…
Ήταν τόσο έντονο κι επιβλητικό το ύφος κι η προσταγή της άγνωστης που θαρρείς και την χτύπησε αστροπελέκι καταμεσήμερα.
-Μάανα, τ’ είν’ αυτό; Παναγιά μου! λέει στον εαυτό της, σαστισμένη από το ζωντανό όνειρο, που στην προσπάθεια της να συγκεντρωθεί και να ξεκαθαρίσει τη σκέψη της, δεν ξέρει αν ήταν πράγματι όνειρο. Της ήρθε όμως η θύμιση για το εικόνισμα της Παναγιάς που μεταφέρει μαζί της και τρέχει όσο μπορεί γρήγορα στο μέρος που της υπέδειξε η άγνωστη. Αναστατωμένη από την ψυχική ταραχή, μέσα στο ζεματισμένο απομεσήμερο, τυραννιέται και αγωνίζεται μονάχη, όπως το παιδί εξακολουθούσε να κοιμάται, και παραμερίζει πέτρες, χαλίκια και χώματα, οπότε δεν πέρασε πολλή ώρα και μια κραυγή αυθόρμητη βγαίνει από το στήθος και τα χείλη της: Παναγιά μου!…Και πέφτει λιπόθυμη πάνω στην κατάξερη πετρωμένη γη. Από μια τρύπα που άνοιξε με το βγάλσιμο της πέτρας και φάνηκε καθαρά στο βάθος το κοίλωμα της πηγής, την ύπαρξη της οποίας βεβαιώνει μιά άλλη, καθώς πέφτει μ’ ένα μπλουμ στο νερό.
Η συγκίνηση και το δέος απ’ ότι βλέπει μπροστά στα μάτια της, μεταβάλλει την απλοική γυναίκα του χωριού σε πραγματικό ναυάγιο μέσα στο πέλαγος μιας απέραντης θάλασσας. Κάμνει ευλαβικά το σταυρό της και με το “μεγάλη η χάρη σου Βασίλισσά μου”, κρεμά δειλά-δειλά το μικρό καπρατσάκι της στον αναπάντεχο πλούσιο θησαυρό που την κάμνει να κοκκαλιάζει στην όψη του και τράβηξε κρύο νερό καθαρό, ήπιε αυτή και έδωσε και στο διψασμένο παιδί της!
Δεν μπορεί όμως να κρατηθεί από την ταραχή της και να συνειδητοποιήσει όλα αυτά που της συνέβησαν την καλοκαιρινή εκείνη ημέρα, και το μόνο που κατορθώνει είναι να βάλει δύο-τρεις πέτρες, τη μιά πάνω στη άλλη, για σημάδι στην τρύπα της πηγής και έπειτα παίρνει το παιδί στον ώμο της και φεύγει. Σκυφτή, κάτω από το βάρος του φορτίου της, περπατεί ξυπόλητη όσο μπορεί γρήγορα, μιλάει μόνη στον εαυτό της και στο διάστημα της πορείας του δρόμου προσπαθεί και πιέζει τον εαυτό της να δώσει εξήγηση στο θαύμα! Έφθασε στο χωριό, όπου χωρίς καθυστέρηση, σαν άλλη νεοφανής Σαμαρείτιδα, διηγήθηκε όλα όσα της συνέβησαν τόσο στους προεστούς της Κοινότητας όσο και στο ιερατείο, στο οποίο παρέδωσε και το εικόνισμα που βρήκε στη θάλασσα.
Όπως ήταν φυσικό, τα γεγονότα είχαν όλη τη δύναμη να συγκινήσουν και να αναστατώσουν όλο το χωριό. Γέροι και νέοι, μικροί και μεγάλοι, άλλοι πήγαιναν να δουν και να προσκυνήσουν την Παναγιά κι άλλοι τρέχανε στη μακρινή περιοχή (στο έξω Μετόχι) για να δουν και να θαυμάσουν την πηγή, τον πραγματικά πλούσιο αυτό θησαυρό, που και η λέξη ήταν άγνωστη στον άνυδρο και κατάξερο τόπο.
Το βράδυ σήμανα οι καμπάνες του μόνου στο Κάστρο τότε Ιερού ενοριακού ναού και όλων των γύρω από το χωριό εξωκκλησιών, όπου με ολονύκτιες λειτουργίες και παρακλήσεις προσευχήθηκαν και γιόρτασαν οι κάτοικοι του χωριού την την εύρεση της εικόνας της Παναγιάς όπως και το θαύμα της αποκάλυψης της μονής στον άνυδρο τόπο πηγής. Παράλληλα όρισαν, με παλλαική απόφαση που πήραν, σε ένδειξη ευχαριστίας και ευλάβειας, να απαθανατίσουν το διπλό γεγονός, κτίζοντας μοναστήρι για να τιμήσουν και δοξάσουν την Θεομήτορα.
Πέρασε όμως κάποιο χρονικό διάστημα και οι Καρπάθιοι πληροφορήθηκαν ότι το εικόνισμα που έστειλαν να αργυρωθεί στην Πόλη βρέθηκε στη Νίσυρο ύστερα από το ναυάγιο κι έστειλαν ανθρώπους να το πάρουν και να το μεταφέρουν πίσω στην Κάρπαθο.
Όταν η αποστολή έφθασε στον Εμπορειό κι έμαθε την όλη εξέλιξη της υπόθεσης, με πιο τρόπο δηλαδή βρέθηκε το εικόνισμα καθώς και την απόφαση των κατοίκων του χωριού να κτίσουν εις ανάμνηση των γεγονότων Μοναστήρι στην Παναγιά, αποφάσισαν να μην επιμείνουν. Έπρεπε όμως και κάτι να πάρουν ως αντάλλαγμα, που να δικαιολογούσε την υποχωρητικότητα τους. Έτσι συμφωνήθηκε ο όρος, το Μοναστήρι που θα χτιζόταν να φέρει το ίδιο όνομα που έχει στην Κάρπαθο, δηλαδή της “Κυράς Παναγιάς” . Στη λεπτομέρεια αυτής της διαπραγμάτευσης οι Μποργιάτες δεν έφεραν αντίρρηση και δέχτηκαν ανεπιφύλακτα την πρόταση, υπό την μόνη προϋπόθεση ότι, για να την φέρουν στα μέτρα της γλώσσας τους, ανέτρεψαν τον όρο και αντί “Κυρά – Παναγιά” το είπαν η ” Παναγία η Κυρά”.
Πηγή Ιστορίας: από το βιβλίο του πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Μόσχου Σκουλλή που φέρει τον τίτλο “Ιστορική Λαογραφική Μελέτη της Ιεράς Μονής Κυράς στη Νίσυρο”